Κυριακή 18 Μαΐου 2014

Ρίτσαρντ Μπάχ - Ὁ Γλάρος Ἰωνάθαν



Ν νας καινούργιος πέροχος πολίτης γι τν θαυμάσιο κενο κόσμο που δεσπόζει «Μικρς Πρίγκηπας» το Σαντ ξυπερύ. ποψιάζομαι πς λοι σοι θ ταξιδέψουν στος κόσμους το γλάρου ωνάθαν δν θ θέλουν πι ν γυρίσουν πίσω.
ΕΡΝΕΣΤ Κ. ΓΚΑΝ
« Ρίτσαρτ Μπχ πετυχαίνει δυ πράγματα μ᾿ ατ τ βιβλίο. Μο χαρίζει ρίζοντα. Μο δίνει Νιάτα. Τν εγνωμον κα γι τ δυό.»
Ραίη Μπράντμπουρυ

λοι σοι λατρεύουν τν λευθερία... σοι προχωρον μ πέταγμα ταν ξέρουν πς χουν δίκιο... σοι χαίρονται ν κάνουν κάτι καλ (κόμη κι ν εναι μόνο γι τν αυτό τους)... σοι ξέρουν πς πάρχουν κι λλα πράγματα στν κόσμο κτς π᾿ ατ πο φαίνονται: λοι ατο θ πετον πάντα μαζ μ τν γλάρο ωνάθαν. λλοι πάλι, θ ξεφύγουν γι λίγο σ μι πέροχη περιπέτεια, γεμάτη ψος κι λευθερία. Ετε τσι, ετε λλοις, εναι μι σπάνια μπειρία.

Ποις εναι ωνάθαν;
Ν πορία! μικρς ωνάθαν δν εναι ραγε πάρα νας πλς γλάρος πο μαθαίνει ν πετ; Ατό, κα τίποτα λλο; Εναι μονάχα να λευκ πουλ τς θάλασσας κα τν νέμων;

Μ τότε πς ξηγεται ν τρέχουν κατομμύρια νθρωποι σ᾿ λον τν κόσμο ν γοράσουν τν στορία του, ν συμμεριστον τ δική του μπειρία, κα ν τν ποθεώσουν; Γιατ βέβαια γλάρος ωνάθαν δν μπορε ν εναι πρτος, οτε τελευταος, πο ντίκρυσε τ μαγεία τν αθέρων! Οτε πρτος — τελευταος— πο νειρεύτηκε τν λευθερία...

πομένως, κάτι λλο πρέπει ν εναι ατς ωνάθαν.

«Εναι μία βρώμικη στορία», επε νας παπς π τν Καλιφόρνια, «να βιβλίο πο γκρεμίζει θεσμούς, κα μφισβητε τς πι ερές μας ξίες, κηρύσσοντας τ χαλίνωτο πάθος τς λευθερίας». νας λλος ερωμένος τ σύστησε στος νορίτες του σν «εαγγέλιο ψυχικς νατάσεως». Μερικο ναγνστες πίστεψαν πς στν γλάρο ωνάθαν κρύβεται ψυχ τν λευθέρων. λλοι καυχήθηκαν πς νακάλυψαν τν δικό τους κόσμο. συγγραφέας Ραίη Μπράντμπουρυ επε: «νακάλυψα στν ωνάθαν τ μυστικ θεμέλια τς ψυχς μου».

Κα τ περιοδικ «Τάιμ» ρώτησε τν Ρίτσαρτ Μπάχ, τν πατέρα το ωνάθαν: «Μήπως εστε σες ατς γλάρος;» Γέλασε Μπάχ: «γώ;» επε. «Κάθε λλο! ωνάθαν βρίσκεται κε, ψηλά», κι δειξε τν ορανό, «ν γ δρώνω δ κάτω, χτυπιέμαι κα φτεροκοπ, κι κόμη δν μπόρεσα ν πετάξω!» Τρόπος το λέγειν, φυσικά, γιατί Μπχ εναι πι δαιμόνιος, πι «τρελός», λλ κα πι μπειρος ρασιτέχνης εροπόρος τς μερικς. Κι σο γι τν γλάρο του, ατς χει «πογειωθε» δ κι να χρόνο... πουλώντας κάπου 50.000 ντίτυπα τν μέρα.

να παναστατικ παραμύθι
«π μία ποψη», επε νας κριτικός της Νέας όρκης, «ατς ωνάθαν εναι να πελώριο μαρξιστικ παραμύθι». Τ ζήτημα εναι μως πς ξυπνς στερα π να τέτοιο παραμύθι. Κατ τος φίλους το Μπάχ, πι ριμος. Κατ τος χθρούς του, πι συνεπαρμένος —κα σως πικίνδυνος. Γιατί ραγε ρνονταν λοι ο κδότες τς μερικς ν᾿ ναλάβουν ατ τ βιβλίο π τρία χρόνια; «Δν μπορ ν καταλάβω», επε νας π᾿ ατούς, «ν εναι γι παιδι γι μεγάλους».

Σν τς παράξενες πολύχρωμες πινακίδες τν ψυχοτέστ, γλάρος ωνάθαν παίρνει λλη μορφή, νάλογα μ τν κάθε ναγνώστη. πιτυχία του μως φείλεται στν πλότητα το μύθου κα τς φήγησης. «Δν ξέρω τί θελα ν π μ τν ωνάθαν», παραδέχτηκε Μπάχ. «Τν ρα πο τν γραφα, τ χέρι μου πήγαινε μόνο του. Λς κα τ σπρωχνε κάποιος λλος. ταν τ λέω ατό, μ ποκαλον τρελό».

σως μως ο μορφες στορίες ν μ γράφονται παρ μόνον τσι: π να χέρι πο τρέχει σν τρελ πάνω τ χαρτί, ποτυπώνοντας σκέψεις πλές, στοιχειώδεις, χωρς φραστικ πυροτεχνήματα, χωρς κροβασίες, λλ μ να περίεργο «βάθος».

... ψος;
Γιατ ατ τ «ναρχικ παραμύθι» διαδραματίζεται στ ψη! Παίζεται σ᾿ να πίπεδο πολ πι πάνω π᾿ τ καθημερινό, κι μως πολ πι σίγουρο, πι σταθερ κα αώνιο. χει ν κάνει, σφαλς, μ τς δονήσεις μις χορδς, τεντωμένης π᾿ τ μι κρη τς νθρώπινης ζως ς τν λλη. Κι ν γεννάει ρωτήματα, μφιβολίες, καχυποψία στν πραγματιστ ναγνώστη, μαγεύει μως τν νο, κα λεκτρίζει τ φαντασία... Κάτι τέτοιο, περίπου, εναι γλάρος ωνάθαν.


Μέρος Πρτο
ταν πρω κι καινούργιος λιος λαμπύριζε χρυσαφένιος πάνω στος κυματισμος μις ρεμης θάλασσας.

να μίλι π᾿ τν κτή, μι ψαρόβαρκα παιζε μ τ νερό, κα τ σύνθημα ν μαζευτε τ σμνος γι πρόγευμα πέρασε σν στραπ στν έρα, κα τότε να σύννεφο π χίλιους γλάρους ρθε ν παλέψει πονηρ γι ν ξασφαλίσει κάποια κομμάτια τροφς. ρχιζε μι καινούργια μέρα γεμάτη δουλειά. Πολ πι πέρα μως, λομόναχος, πετώντας μακρι π᾿ τ βάρκα κα τν κτή, ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος συνέχιζε τς σκήσεις του. π ψος κατ πόδια, ψηλ στν ορανό, χαμήλωσε τ παλαμωτά του πόδια, σήκωσε τ ράμφος του κα πάσχισε ν πιβάλει στ φτερά του μι δυνηρή, δύσκολη, στριφτ καμπύλη. Μι τέτοια καμπύλη το πέτρεπε ν πετάξει μ μικρ ταχύτητα κα τώρα πετοσε λο κα πι ργ σπου νεμος γινε να ψιθύρισμα στ πρόσωπό του, σπου τ πέλαγο στάθηκε κίνητο κάτω. Στένεψε τ μάτια του σ ντατικ ατοσυγκέντρωση, κράτησε τν νάσα του, μ δύναμη θέλησε ν δώση... να... κόμα... κατοστό... κλίσης... στν καμπύλη. στερα τ φτερά του ζάρωσαν, χασε τν λεγχο κι᾿ πεσε.

Ο γλάροι, πως ξέρετε, δν χάνουν ποτ τ σταθερότητα, δν χάνουν ποτ τν λεγχό τους. Ν χάσουν τν λεγχο τς πτήσης τους εναι γι᾿ ατος ντροπή, εναι ξευτελισμός.

μως ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος, πο δίχως ντροπ πλωσε ξαν τς φτερογες του πετώντας στν δια κείνη τρεμάμενη δύσκολη καμπύλη - λο κα πι ργά, πι ργ κα πάλι χάνοντας τν λεγχό του - δν ταν να κοιν πουλί.

Ο περισσότεροι γλάροι δ νοιάζονται ν μάθουν παρ μόνο τ πι βασικ πράγματα γι τ πέταγμα — πς ν πετον π᾿ τν κτή στν τροφή τους κα πίσω πάλι. Γι τος περισσότερους γλάρους σημασία δν £χει τ πέταγμα, λλ τ φαγητό. Γι τοτον, μως, τ γλάρο σημασία δν εχε τ φαγητό, λλ τ πέταγμα. Πάνω π κάθε τι λλο, ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος γαποσε ν πετάει.

νας τέτοιος τρόπος σκέψης δν ταν, καθς νακάλυψε, τ καλύτερο μέσο γι ν γίνεις γαπητς στ᾿ λλα πουλιά. κόμα κα ο γονες του νιωθαν πογοήτευση ταν ωνάθαν περνοσε μέρες λόκληρες μόνος, κάνοντας κατοντάδες χαμηλς πτήσεις μ κίνητα φτερά, κάνοντας δοκιμές.

Δν ξερε λόγου χάρη τ γιατί, μως, ταν πετοσε πάνω π᾿ τ νερό, σ ψος μικρότερο π᾿ τ μισ νοιγμα τν φτερν του, μποροσε ν μείνει στν έρα περισσότερο κα μ μικρότερη προσπάθεια. Ο πτήσεις μ κίνητα τ φτερά του τέλειωναν χι μ τ συνηθισμένο πλατσούρισμα τν ποδιν στ θάλασσα, λλ μ᾿ να μακρύ, πλατ αλάκι καθς γγιζε τν πιφάνεια μ τ πόδια του εροδυναμικ δεμένα πάνω στ κορμί του. ταν ρχισε ν γλιστρ γι ν προσγειωθε μ μαζεμένα τ πόδια του στν παραλία, ταν δρασκέλιζε τ μκος τς γλίστρας του στν μμο, ο γονες του σαν λήθεια πολ πογοητευμένοι.

«Γιατί ων, γιατί;» ρωτοσε μάνα του. «Γιατί εναι τόσο δύσκολο, ων, ν εσαι πως λα τ᾿ λλα πουλι στ σμνος; Γιατί δν μπορες ν᾿ φήσεις τ χαμηλ πέταγμα στος λμπατρος, στος πελεκάνους; Γιατί δν τρς; Γιόκα μου, εσαι φτερ κα κόκαλο!».

«Μάνα, δ μ πειράζει νμαι φτερ κα κόκαλο. Θέλω μόνο ν ξέρω τί μπορ κα τί δ μπορ ν κατορθώσω στν έρα. Τίποτ᾿ λλο. Θέλω ν ξέρω».

«κου δ ωνάθαν», επε πατέρας του, χι δίχως καλοσύνη. « χειμνας πλησιάζει. Ο βάρκες θναι λιγοστς κα τ᾿ φρόψαρα θ κολυμπον βαθιά. ν πρέπει κάτι ν μελετήσεις, μελέτα τν τροφ κα πς ν τν ξασφαλίσεις. Ατ πόθεση μ τς πτήσεις εναι πολ καλή, λλ μι πτήση μ᾿ κίνητα φτερ δν τρώγεται. Τ ξέρεις. Μ ξεχνς πς ν πετς εναι γι ν τρς».

ωνάθαν σκυψε τ κεφάλι πάκουα. Γι λίγες μέρες προσπάθησε ν φερθε πως ο λλοι γλάροι· προσπάθησε στ᾿ λήθεια, κρώζοντας κα πολεμώντας μ τ σμνος γύρω στς ποβάθρες κα τς ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σ ποκόμματα ψάρι κα ψωμί. Κι᾿ μως δν τ κατάφερνε.

Δν χει κανένα νόημα, σκέφτηκε, φήνοντας σκόπιμα ν πέσει, φο τν κέρδισε μ χίλιους κόπους, μι ντσούγια σ᾿ ναν πεινασμένο γερογλάρο πο τν κυνηγοσε. Θ μποροσα ν᾿ σχοληθ λ᾿ ατ τ διάστημα μαθαίνοντας ν πετάω. χει τόσα ν μάθει κανείς!

Κα πολ σύντομα ωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στ᾿ νοιχτά, πεινασμένος, ετυχισμένος, μαθαίνοντας.

Θέμα ταν ταχύτητα, κα μ μία βδομάδα ξάσκηση μαθε γι τν ταχύτητα πολλ περισσότερα π τν πι γρήγορο γλάρο στν κόσμο.

π χίλια πόδια ψος, φο κουνοσε τ φτερά του σο πι δυνατ μποροσε, ξεκινοσε μίαν κάθεκτη κατάδυση πρς τ κύματα, κα μάθαινε γιατ ο γλάροι δν κάνουν κάθετες καταδύσεις μ᾿ λη τους τν ρμή. Σ᾿ ξη μόλις δευτερόλεπτα πετοσε μ᾿ βδομντα μίλια τν ρα κα στν ταχύτητα ατ φτερογα «παίζει», ταν βρίσκεται στν πάνω της κίνηση.

Ατ γινε ξαν κα ξανά. Καθς ταν προσεχτικός, κα καθς δούλευε ξαντλώντας λες του τς κανότητες, χανε τν λεγχό του σ πολ μεγάλη ταχύτητα.

νέβαινε χίλια πόδια ψηλά. Μ᾿ λη του τ δύναμη πετοσε πρτα μπροστά, κι᾿ στερα μονομις, φτερουγίζοντας, ρχιζε τν κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, ριστερ φτερογα του χανε τν λεγχο στν πάνω κίνηση, κατρακυλοσε κενος πότομα ριστερά, χανε τν λεγχο τς δεξις φτερούγας προσπαθώντας ν τν παναφέρει, κα τιναζόταν σν φωτι σ᾿ να τρελλ στριφτ κουτρουβάλιασμα πρς τ δεξιά.

λη του προσοχ δν ταν ρκετ γι ν λέγξει κείνη τν κίνηση τς φτερούγας. Προσπάθησε δέκα φορές, κα κάθε φορά, καθς ξεπερνοσε τ βδομήντα μίλια τν ρα, γινόταν ξαφνικ μι νάκατη μάζα π φτερά, δίχως λεγχο, πο γκρεμιζόταν στ θάλασσα.

Τ κλειδί, σκέφτηκε στ τέλος, μούσκεμα κόμα π᾿ τ νερό, θ εναι ν κρατς τ φτερ κίνητα στς μεγάλες ταχύτητες - ν φτερουγίζεις ς τ πενήντα κι στερα ν κρατς τ φτερ κίνητα.

Ξαναδοκίμασε π τ δυ χιλιάδες πόδια, κατρακυλώντας στ βουτιά του, μ τ ράμφος σια κάτω, τς φτερογες ρθάνοιχτες κα σταθερς μόλις πάτησε τ πενήντα μίλια τν ρα. Χρειάστηκε τρομακτικ δύναμη, λλ τ πέτυχε. Σ δέκα δευτερόλεπτα πέρασε σν καπνς νενήντα μίλια τν ρα. ωνάθαν εχε πετύχει μι παγκόσμια πίδοση ταχύτητας γι γλάρους!

νίκη, μως, δν βάσταξε πολύ. Τ στιγμ πο ρχισε τν νάδυση, τ στιγμ πο λλαξε τ γωνία τν φτερν του, ντιμετώπισε τν δια τρομαχτικ νεξέλεγκτη καταστροφή, πο μ ταχύτητα νενήντα μίλια τν ρα τν κτύπησε σν κεραυνός. ωνάθαν Γλάρος σκασε στν έρα κα γκρεμοτσακίστηκε πάνω σ μι θάλασσα σκληρ σν πέτρα.

ταν συνλθε εχε πι νυχτώσει, κι᾿ πλεε στ φεγγαρόφωτο πάνω στν πιφάνεια το πελάγου. Ο φτερογες του σαν σ κουρελιασμένα κομμάτια μολύβι, λλ τ βάρος τς ποτυχίας ταν πάνω στν πλάτη του κόμα πι βαρύ. Θθελε, τσι δύναμος, τ βάρος ν ταν ρκετ γι ν τν παρασύρει παλ ς τ βυθό, κα ν τελειώναν λα.

Καθς βούλιαξε χαμηλ στ νερό, μι παράξενη κούφια φων ντήχησε μέσα του. Δν πάρχει τρόπος ν ξεφύγω. Εμαι γλάρος. Εμαι π᾿ τν φύση μου περιορισμένος. ν μουν φτιαγμένος ν μάθω τόσα πολλ γι τ πέταγμα θχα διαγράμματα ντ γι μυαλό. ν μουν φτιαγμένος ν πετάω σ τέτοιες ταχύτητες, θχα μικρς φτερογες πως τ γεράκι κα θτρωγα ποντίκια, χι ψάρια. πατέρας μου εχε δίκιο. Πρέπει ν τς ξεχάσω ατς τς τρέλες. Πρέπει ν πετάξω πίσω στ σμνος κα ν᾿ ρκεσθ σ᾿ ατ πο εμαι, νας φουκαριάρης γλάρος.

φων σβησε, ωνάθαν συμφώνησε. θέση νς γλάρου τ νύχτα εναι στ στεριά, κι᾿ π τούτη τ στιγμή, ρκίστηκε, θ γινόταν νας φυσιολογικς γλάρος. λοι θταν τσι πι ετυχισμένοι. Κουρασμένος φυγε π᾿ τ σκοτειν νερ κα πέταξε πρς τ στεριά, κι᾿ εγνωμονοσε τ σα εχε μάθει γι τ ξεκούραστο χαμηλ πέταγμα.

μως χι, συλλογίστηκε. Πάει, τέλειωσα μ᾿ ,τι μουν, πάει, τέλειωσα μ᾿ ,τι μαθα. Εμαι γλάρος πως κάθε λλος γλάρος κα θ πετάω σ γλάρος. Κι᾿ τσι νέβηκε μ κόπο κατ πόδια ψηλ κα φτερούγισε πι δυνατά, γι ν φτάση γρήγορα στν κτή.

νιωσε καλύτερα μ τν πόφασή του ν εναι μόνο να πλ μέλος στ σμνος. Δν θ ταν πι δεμένος στ δύναμη πο τν τράβηξε στ μάθηση, δν θ πρχαν λλες προκλήσεις κι λλες ποτυχίες. Κι ταν μορφο ν μ σκέφτεσαι, κα ν πετς στ σκοτάδι πρς τ φτα πάνω π᾿ τν κτή.

Σκοτάδι! κούφια φων στρίγγλισε τρομαγμένη. Ο γλάροι ποτ δν πετον στ σκοτάδι!

ωνάθαν δν εχε τν προδιάθεση ν᾿ κούσει. Τί μορφα πο εναι, σκέφτηκε. Τ φεγγάρι κα τ φτα ν τρεμοσβήνουν πάνω στ νερό, κα ν᾿ πλώνουν μέσ᾿ στ νύχτα φωτερ μονοπάτια, κι λα τόσο ερηνικ κι᾿ κίνητα...

Κατέβα! Ο γλάροι δν πετον ποτ στ σκοτεινά! ν σουν φτιαγμένος γι ν πετς στ σκοτάδι θά 'χες μάτια κουκουβάγιας! Θά 'χες σχεδιαγράμματα στ κεφάλι σου, χι μυαλό! Θ 'χες κοντ φτερ πως τ γεράκι!

κε, μέσα στ νύχτα, κατ πόδια ψηλ στν έρα, ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος παιξε τ μάτι. πόνος του, ο ποφάσεις του γιναν καπνός. Κοντ φτερά. Κοντ φτερ πως τ γεράκι! Ν λύση! Τί βλάκας πο μουν! Μο ρκε να τόσο δ φτερό, ρκε ν᾿ ναδιπλώσω τς φτερογες μου κα ν πετάω μόνο μ τς κρες τους! Κοντ φτερά!

νέβηκε δυ χιλιάδες πόδια πάνω π᾿ τ σκοτειν θάλασσα κα δίχως ν συλλογιστε οτε στιγμ τν ποτυχία τ θάνατο, φερε τ μπρς μέρος τς κάθε του φτερούγας σφιχτ πάνω στ σμα του, φησε μόνο σ στεν λεπίδια τς κρες τους ν ξεπεταχτον στν έρα, κα πεσε σ κάθετη πτήση.

έρας μούγγριζε σ θερι στ κεφάλι του. βδομήντα μίλια τν ρα, νενήντα, κατν εκοσι κα πι γρήγορα κόμα. Τώρα πίεση το έρα, στ κατ σαράντα μίλια τν ρα, ταν πολ λιγότερη π᾿ ,τι πρν στ βδομντα, κα μ μι λάχιστη στροφ στς κρες τν φτερν του βγκε νετα π᾿ τν κατάδυσή του κα τινάχτηκε πρς τ πάνω, μακρι π᾿ τ κύματα, σ μι σταχτι βίδα στ φεγγαρόφωτο.

κλεισε σχεδν λότελα τ μάτια του πέναντι στν νεμο κι᾿ νιωσε χαρά. κατ σαράντα μίλια τν ρα! κα μ πόλυτο λεγχο! ν βουτήξω π τ πέντε χιλιάδες πόδια, ντ π τ δυ χιλιάδες, πόσο γρήγορα ραγε...

Ο προηγούμενοι ρκοι του ξεχάστηκαν, σκορπίστηκαν μακρι μέσα στ μεγάλο γρήγορο νεμο. Κι᾿ μως δν νιωσε νοχος, καθς καταπατοσε τς ποσχέσεις πο διος εχε δώσει. Τέτοιες ποσχέσεις εναι μόνο γι τος γλάρους πο ποδέχονται τ συνηθισμένα. ποιος ρίστευσε μαθαίνοντας, δν χρειάζεται τέτοιες ποσχέσεις.

Μ τν νατολή, ωνάθαν Γλάρος ρχισε πάλι τν ξάσκησή του. π ψος πέντε χιλιάδες πόδια ο ψαρόβαρκες σαν βουλίτσες πάνω στ λεο γαλαν νερό, τ Σμνος στ Πρόγευμα να χν σύννεφο π μικροσκοπικ σκονάκια, ν στροβιλίζονται. ταν ζωντανός, τρέμοντας λίγο π χαρά, περήφανος πο κυριαρχοσε τώρα πάνω στ φόβο του. στερα δίχως πισημότητες μάζεψε τς φτερογες του, πλωσε τς κοντς λοξς κρες τν φτερν του κα βούτηξε μέσως πρς τ θάλασσα. ταν πέρασε τς τέσσερεις χιλιάδες πόδια, εχε φτάσει τν ριακ ταχύτητα, έρας ταν να στέρεο φράγμα χου πέναντι στ ποο δν μποροσε ν κινηθε πι γρήγορα. Πετοσε τώρα σια κάτω, μ ταχύτητα διακόσια δεκατέσσερα μίλια τν ρα. Ξεροκατάπιε, γιατί ξερε πς ν τ φτερά του νοιγαν σ᾿ ατ τ ταχύτητα, θ γινόταν να κατομμύριο κομματάκια γλάρου. ταχύτητα μως ταν δύναμη, κα ταχύτητα ταν χαρά, κα ταχύτητα ταν πόλυτη μορφιά.

ρχισε τν νάσχεση στ χίλια πόδια, ο κρες τν φτερν του τριζαν κι᾿ ναβαν σ᾿ ατ τν τρομακτικ νεμο, βάρκα κα τ πλθος τν γλάρων ρχονταν κατ πάνω του κα μεγάλωναν μ στραπιαία ταχύτητα, πάνω στ δρόμο του.

Δν μποροσε ν σταματήσει· δν ξερε κόμα οτε πς ν στρίψει μ᾿ ατ τν ταχύτητα.

σύγκρουση θ σήμαινε καριαο θάνατο. Κι᾿ τσι κλεισε τ μάτια του.

Συνέβηκε κενο τ πρωί, τότε, μόλις μετ τ ξημέρωμα, ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ν περάσει σ σφαρα π᾿ τ κέντρο κριβς τς συνάθροισης γι Πρόγευμα το Σμήνους, σν στραπ μ διακόσια δώδεκα μίλια τν ρα, μ τ μάτια κλειστά, σ᾿ να γριο βουητ π έρα κα φτερά. Γλάρος Τύχη το χαμογέλασε γι μι φορ κα κανένας δ σκοτώθηκε.

ταν πι σήκωσε τ ράμφος του πρς τν ορανό, ξακολουθοσε ν κινεται σ πύρινη σφαρα μ ταχύτητα κατν ξήντα μίλια τν ρα. ταν σιγ σιγ φτασε στ εκοσι μίλια κα πλωσε ξαν πιτέλους τ φτερά του, βάρκα ταν σ ψίχουλο πάνω στ θάλασσα, τέσσερεις χιλιάδες πόδια κάτω. Σκέφτηκε τ θρίαμβο. ριακ ταχύτητα! νας γλάρος πετ μ ταχύτητα διακόσια δέκα τέσσερα μίλια τν ρα! ταν μι Κατάκτηση, ταν πι μεγάλη, μοναδικ στιγμ στν στορία του Σμήνους, κα κείνη τ στιγμ μία καινούργια ποχ νοιξε γι τν ωνάθαν Γλάρο. φο πέταξε στ ρημικ τόπο τς ξάσκησής του, διπλώνοντας τ φτερά του γι ν βουτήξει π χτ χιλιάδες πόδια, βάλθηκε μέσως ν᾿ νακαλύψει πς ν στρίβει.

νακάλυψε πς να κα μόνο κριν φτερ ν κινηθε ν χιλιοστό, προκαλε μία μαλ μεγαλόπρεπη καμπύλη σ τρομαχτικ ταχύτητα. Πρν τ μάθει ατό, στόσο, νακάλυψε πς ν κουνήσει περισσότερα π να φτερ σ᾿ ατ τν ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σ σφαίρα πλου... Κα ωνάθαν εχε τσι γίνει πρτος κροβάτης το έρα, πρν π κάθε λλο γλάρο στν κόσμο.

Δν χασε καιρ κείνη τ μέρα σ κουβέντες μ λλους γλάρους λλ συνέχισε ν πετ σπου νύχτωσε. νακάλυψε τν κροβατικ στροφή, τν ργ περιστροφή, τν νάποδη στροφή, τ στροβίλισμα, τν τούμπα.

ταν ωνάθαν Γλάρος φτασε κοντ στ Σμνος στν παραλία, ταν νύχτα βαθιά. ταν ζαλισμένος κα φοβερ κουρασμένος. Κι᾿ μως άπ᾿ τ χαρά του προσγειώθηκε μ κροβασία κα πραγματοποιώντας λίγο πρν γγίξει τ δαφος, μι ξαφνικ πότομη περιστροφή.

ταν μάθουν, σκέφτηκε, τν Κατάκτηση θ ξετρελαθον π χαρά. Πόσο πι πλούσια γίνεται τώρα ζωή μας! ντ γι τ μονότονο κοπιαστικ πήγαινε κι᾿ λα στς ψαρόβαρκες, πάρχει να νόημα στ ζωή! Μπορομε ν ξεπεράσουμε τν γνοια, μπορομε ν᾿ ναγνωρίζουμε τν αυτό μας σν ντα ξεχωριστά, ξυπνα κα πιδέξια.Μπορομε ν εμαστε λεύτεροι! Μπορομε ν μάθουμε ν πετομε!

Τ χρόνια μπροστά του ντηχοσαν κα λαμπύριζαν γεμάτα ποσχέσεις.

Ο Γλάροι ταν μαζεμένοι στ Συνάθροιση το Συμβουλίου ταν προσγειώθηκε κα καθς φαίνεται ταν κε συγκεντρωμένοι π ρα. Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.

«ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στ Κέντρο!». Τ λόγια το Γέροντα κούστηκαν μ μία φων πέρτατης πισημότητας. «Στάσου στ Κέντρο» σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπ μεγάλη τιμή. Στ Κέντρο γι Τιμ ταν τρόπος, μ τν ποο διακρίνονταν ο πι μεγάλοι ρχηγο τν γλάρων. Μ φυσικά, σκέφτηκε, στ Πρόγευμα το Σμήνους σήμερα τ πρω εδαν τν Κατάκτηση! γ μως δν θέλω τιμές. Δν πιθυμ ν γίνω ρχηγός. Θέλω μόνο ν μοιραστ ,τι νακάλυψα, ν δείξω τος ρίζοντες πο πλώνονται μπροστά μας. κανε να βμα μπρός.

«ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε», επε Γέροντας, «στάσου στ Κέντρο γι Ντροπ ν σ δον ο σύντροφοί σου γλάροι!».

ταν σ ν τν εχαν χτυπήσει μ σανίδα. Τ γόνατά του λύγισαν, τ φτερά του ζάρωσαν, τ᾿ ατιά του βούιζαν. Στ Κέντρο γι Ντροπή; δύνατο!

Κατάκτηση! Δν μπορον ν καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!

«...γι τν πικίνδυνη νευθυνότητά του», σοβαρ φων ντηχοσε, «πο καταπατ τν ξιοπρέπεια κα τν παράδοση τς οκογένειας τν Γλάρων»...

Ν σταθε στ Κέντρο γι Ντροπ σημαίνει πς θ τν διώξουν ξω π᾿ τν κοινωνία τν γλάρων, πόβλητο σ μοναχικ ζω στος Πέρα Βράχους.

«...κάποια μέρα, ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θ μάθεις πς νευθυνότητα δν ποδίδει. ζω εναι τ γνωστο κι᾿ ατ πο παραμένει γνωστο· να μόνο εναι γνωστό: πς ρχόμαστε στν κόσμο τοτο γι ν τρμε, γι ν παραμείνουμε ζωντανο σο μπορομε περισσότερο».

νας γλάρος δν ντιμιλ ποτ στ Συμβούλιο το Σμήνους, λλ φων το ωνάθαν ξέσπασε. «νευθυνότητα; δέλφια μου!» φώναξε. «Ποις εναι πι πεύθυνος π τ γλάρο πο νακαλύπτει κι᾿ κολουθε να νόημα, ναν νώτερο σκοπ στ ζωή; γι χίλια χρόνια τσαλαβουτομε ψάχνοντας ν βρομε ψαροκεφαλές, λλ τώρα χουμε να σκοπ στ ζω - ν μάθουμε, ν᾿ νακαλύψουμε, νά 'μαστε λεύτεροι! Δστε μου μι εκαιρία μόνο, φστε με ν σς δείξω τί νακάλυψα...».

Τ Σμνος θαρρες πς ταν πέτρινο.

«Δν νήκεις πι στν δελφότητα» φώναξαν λα μαζί, κα μονομις κλεισαν τ᾿ ατιά τους κα το γύρισαν τς πλάτες.

ωνάθαν Γλάρος πέρασε τς πόλοιπές του μέρες μόνος, λλ πέταξε μακριά, πι μακρι π᾿ τος Πέρα Βράχους. ταν θλιμμένος χι π μοναξιά, λλ γιατί ο γλάροι ρνήθηκαν ν πιστέψουν στ μεγαλεο τς πτήσης πο τος περίμενε· ρνήθηκαν ν᾿ νοίξουν τ μάτια τους κα ν δον.

Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. μαθε πς μία βουτι μποροσε ν τν βοηθήσει ν᾿ νακαλύψει τ σπάνια κα νόστιμα ψάρια πο κολυμποσαν κοπαδιαστ δέκα πόδια κάτω π᾿ τν πιφάνεια το κεανο: δ χρειαζόταν πι ψαρόβαρκες κα μπαγιάτικο ψωμ γι ν πιζήσει. μαθε ν κοιμται στν έρα, κολουθώντας νυχτεριν πορεία πάνω στ θαλασσιν γέρι κα καλύπτοντας κατ μίλια π᾿ τ λιοβασίλεμα ς τ ξημερώματα. Μ τν διο σωτερικό του λεγχο, πετοσε μέσ᾿ π βαρι θαλασσιν μίχλη κι᾿ νέβαινε κόμα πι ψηλ στν στραφτερ καθαρ ορανό... ν τν δια ρα λοι ο λλοι γλάροι στέκονταν στ στερι μέσα στν καταχνι κα τ βροχή. μαθε ν πετάει μ τος ψηλος νέμους βαθι πάνω π᾿ τ στεριά, ν βρίσκει κε γι ν τραφε νόστιμα ντομα.

,τι εχε κάποτε λπίσει ν προσφέρει στ Σμνος τ κέρδιζε τώρα μόνο γι τν αυτό του· μαθε ν πετάει, κα δ μετάνοιωσε γι τ τίμημα πο χρειάστηκε ν πληρώσει. ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νακάλυψε πς πλήξη κι᾿ φόβος κι᾿ θυμς εναι ατία πο ζω νς γλάρου εναι τόσο σύντομη, κι᾿ ταν ατ χάθηκαν π᾿ τ σκέψη του, ζησε μι πραγματικ μακρι κι᾿ εχάριστη ζωή.

φτασαν τ᾿ πόγευμα, τότε, και βρήκαν τν ωνάθαν ν γλιστράει γαλήνιος κα μόνος στν γαπημένο του ορανό. Ο δυ γλάροι πο φάνηκαν στ φτερά του σαν καθάριοι σν στροφεγγι κα τ φεγγοβόλημά τους ταν παλ κα φιλικ στν έρα τς βαθις νύχτας. μως πι μορφη π᾿ λα ταν δεξιοσύνη μ τν ποία πετοσαν, καθς ο κρες π᾿ τς φτερογες τους κουνοσαν σταθερ κα μ κρίβεια λίγους πόντους μόλις π᾿ τς δικές του.

Δίχως ν πε λέξη, ωνάθαν τος βαλε σ δοκιμασία, μι δοκιμασία πο κανένας γλάρος δν εχε περάσει ποτέ. στριψε τς φτερογες του, κι νάκοψε σιγ-σιγ τν ταχύτητα σ᾿ να μίλι τν ρα, σχεδν κίνητος. Τ δυ στραφτερ πουλι νάκοψαν μαζί του, μαλά, στν δια πάντα πόσταση. ξεραν πς ν πετον ργά.

Δίπλωσε τ φτερά του, κανε μι τούμπα κι᾿ φέθηκε σ μι κατάδυση μ᾿ κατν βδομήντα μίλια τν ρα. πεσαν μαζί του, σπρες γραμμς σ᾿ λάνθαστο σχηματισμό.

Τελικ κανε τν νάδυση στν δια ατ ταχύτητα κα συνέχισε σια πάνω μι μακρι ρθια πτήση. Κινήθηκαν μαζί του χαμογελώντας.

Συνλθε μόλις φτασε σ πτήση μ σταθερ ψος κα πέρασαν λίγες στιγμς πρν μιλήσει. «Πολ καλά», επε, «ποιο εσαστε;».

«Εμαστε π᾿ τ Σμνος σου, ωνάθαν. Εμαστε δέλφια σου». Τ λόγια ταν ξεκάθαρα κα ρεμα. «ρθαμε ν σ πμε ψηλότερα, ν σ πμε σπίτι».

«Σπίτι δν χω. Σμνος δν χω. Εμαι νας πόβλητος. Κα πετομε τώρα στν κορφ το έρα το Μεγάλου Βουνο. Λιγοστς κατοντάδες πόδια κόμα κι᾿ στερα δ θ μπορ ν σηκώσω τ γέρικο τοτο κορμ πι ψηλά».

«Κι᾿ μως μπορες, ωνάθαν. Γιατί μαθες. να σχολει τελείωσε κι᾿ ρθε ρα ν᾿ ρχίσει να λλο».

Καθς τν εχε φωτίσει λη του τ ζωή, τσι κατανόηση στραψε κείνη τ στιγμ γι τν ωνάθαν Γλάρο. Εχαν δίκιο. Μποροσε ν πετάξει πι ψηλά, κι᾿ εχε ρθει ρα ν πάει σπίτι.

ριξε μι τελευταία ματιά στν ορανό, πέρα στ θαυμάσια σημένια χώρα που τόσα εχε μάθει.

«Εμαι τοιμος», επε τελικά. Κι᾿ ωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νυψώθηκε μ τος δυ φωτερος γλάρους γι ν χαθε σ᾿ να τέλειο σκοτεινό ορανό.

Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/richard_bach_jonathan_livingston_seagull2.htm

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου