Νὰ
ἕνας καινούργιος ὑπέροχος πολίτης γιὰ τὸν θαυμάσιο ἐκεῖνο κόσμο ὅπου δεσπόζει ὁ «Μικρὸς Πρίγκηπας» τοῦ
Σαὶντ Ἐξυπερύ. Ὑποψιάζομαι πὼς ὅλοι ὅσοι
θὰ ταξιδέψουν στοὺς κόσμους τοῦ γλάρου Ἰωνάθαν δὲν θὰ θέλουν πιὰ
νὰ γυρίσουν πίσω.
ΕΡΝΕΣΤ Κ. ΓΚΑΝ
«Ὁ
Ρίτσαρτ Μπὰχ πετυχαίνει
δυὸ πράγματα μ᾿ αὐτὸ
τὸ βιβλίο. Μοῦ χαρίζει Ὁρίζοντα. Μοῦ δίνει Νιάτα. Τὸν εὐγνωμονῶ
καὶ γιὰ τὰ δυό.»
Ραίη Μπράντμπουρυ
Ὅλοι
ὅσοι λατρεύουν τὴν Ἐλευθερία... ὅσοι
προχωροῦν μὲ πέταγμα ὅταν ξέρουν πὼς ἔχουν δίκιο... Ὅσοι
χαίρονται νὰ κάνουν κάτι
καλὰ (ἀκόμη κι ἂν εἶναι μόνο γιὰ
τὸν ἑαυτό τους)... Ὅσοι ξέρουν πὼς ὑπάρχουν κι ἄλλα
πράγματα στὸν κόσμο ἐκτὸς ἀπ᾿ αὐτὰ
ποὺ φαίνονται: Ὅλοι αὐτοὶ
θὰ πετοῦν πάντα μαζὶ μὲ τὸν
γλάρο Ἰωνάθαν. Ἄλλοι πάλι, θὰ ξεφύγουν γιὰ λίγο σὲ μιὰ
ὑπέροχη περιπέτεια,
γεμάτη ὕψος κι ἐλευθερία. Εἴτε ἔτσι, εἴτε
ἀλλοιῶς, εἶναι μιὰ
σπάνια ἐμπειρία.
Ποιὸς εἶναι ὁ Ἰωνάθαν;
Νὰ
ἡ ἀπορία! Ὁ
μικρὸς Ἰωνάθαν δὲν εἶναι ἄραγε
πάρα ἕνας ἁπλὸς γλάρος ποὺ
μαθαίνει νὰ πετᾶ; Αὐτό, καὶ
τίποτα ἄλλο; Εἶναι μονάχα ἕνα λευκὸ πουλὶ
τῆς θάλασσας καὶ τῶν ἀνέμων;
Μὰ
τότε πῶς ἐξηγεῖται νὰ
τρέχουν ἑκατομμύρια ἄνθρωποι σ᾿ ὅλον τὸν
κόσμο νὰ ἀγοράσουν τὴν Ἱστορία του, νὰ
συμμεριστοῦν τὴ δική του ἐμπειρία, καὶ νὰ τὸν
ἀποθεώσουν; Γιατὶ βέβαια ὁ γλάρος Ἰωνάθαν δὲν μπορεῖ νὰ
εἶναι ὁ πρῶτος, οὔτε
ὁ τελευταῖος, ποὺ ἀντίκρυσε
τὴ μαγεία τῶν αἰθέρων! Οὔτε
ὁ πρῶτος —ἢ ὁ
τελευταῖος— ποὺ ὀνειρεύτηκε τὴν
ἐλευθερία...
Ἑπομένως,
κάτι ἄλλο πρέπει νὰ εἶναι αὐτὸς ὁ Ἰωνάθαν.
«Εἶναι
μία βρώμικη ἱστορία», εἶπε ἕνας παπᾶς
ἀπὸ τὴν
Καλιφόρνια, «ἕνα βιβλίο
ποὺ γκρεμίζει θεσμούς, καὶ ἀμφισβητεῖ
τὶς πιὸ ἱερές μας ἀξίες,
κηρύσσοντας τὸ ἀχαλίνωτο πάθος τῆς ἐλευθερίας». Ἕνας
ἄλλος ἱερωμένος τὸ σύστησε στοὺς ἐνορίτες του σὰν
«εὐαγγέλιο ψυχικῆς ἀνατάσεως». Μερικοὶ
ἀναγνῶστες πίστεψαν πὼς στὸν γλάρο Ἰωνάθαν
κρύβεται ἡ ψυχὴ τῶν ἐλευθέρων.
Ἄλλοι καυχήθηκαν πὼς ἀνακάλυψαν τὸν
δικό τους κόσμο. Ὁ
συγγραφέας Ραίη Μπράντμπουρυ εἶπε:
«Ἀνακάλυψα στὸν Ἰωνάθαν τὰ
μυστικὰ θεμέλια τῆς ψυχῆς μου».
Καὶ
τὸ περιοδικὸ «Τάιμ» ρώτησε τὸν Ρίτσαρτ Μπάχ, τὸν πατέρα τοῦ Ἰωνάθαν: «Μήπως εἶστε
σεῖς αὐτὸς ὁ
γλάρος;» Γέλασε ὁ Μπάχ: «Ἐγώ;» εἶπε. «Κάθε ἄλλο!
Ὁ Ἰωνάθαν βρίσκεται ἐκεῖ, ψηλά», κι ἔδειξε τὸν οὐρανό,
«ἐνῷ ἐγὼ
ἱδρώνω ἐδῶ κάτω, χτυπιέμαι καὶ
φτεροκοπῶ, κι ἀκόμη δὲν μπόρεσα νὰ
πετάξω!» Τρόπος τοῦ
λέγειν, φυσικά, γιατί ὁ
Μπὰχ εἶναι ὁ πιὸ
δαιμόνιος, ὁ πιὸ «τρελός», ἀλλὰ καὶ
ὁ πιὸ ἔμπειρος ἐρασιτέχνης
ἀεροπόρος τῆς Ἀμερικῆς.
Κι ὅσο γιὰ τὸν γλάρο του, αὐτὸς ἔχει «ἀπογειωθεῖ» ἐδῶ
κι ἕνα χρόνο... πουλώντας
κάπου 50.000 ἀντίτυπα τὴν ἡμέρα.
Ἕνα ἐπαναστατικὸ
παραμύθι
«Ἀπὸ μία ἄποψη», εἶπε
ἕνας κριτικός της Νέας Ὑόρκης, «αὐτὸς ὁ
Ἰωνάθαν εἶναι ἕνα πελώριο μαρξιστικὸ παραμύθι». Τὸ
ζήτημα εἶναι ὅμως πῶς ξυπνᾷς
ὕστερα ἀπὸ ἕνα
τέτοιο παραμύθι. Κατὰ τοὺς φίλους τοῦ Μπάχ, πιὸ ὥριμος. Κατὰ
τοὺς ἐχθρούς του, πιὸ συνεπαρμένος —καὶ ἴσως ἐπικίνδυνος.
Γιατί ἄραγε ἀρνοῦνταν ὅλοι
οἱ ἐκδότες τῆς Ἀμερικῆς
ν᾿ ἀναλάβουν αὐτὸ τὸ
βιβλίο ἐπὶ τρία χρόνια; «Δὲν μπορῶ νὰ
καταλάβω», εἶπε ἕνας ἀπ᾿
αὐτούς, «ἂν εἶναι γιὰ
παιδιὰ ἢ γιὰ μεγάλους».
Σὰν
τὶς παράξενες πολύχρωμες
πινακίδες τῶν ψυχοτέστ, ὁ γλάρος Ἰωνάθαν παίρνει ἄλλη μορφή, ἀνάλογα μὲ τὸν κάθε ἀναγνώστη.
Ἡ ἐπιτυχία του ὅμως
ὀφείλεται στὴν ἁπλότητα τοῦ
μύθου καὶ τῆς ἀφήγησης. «Δὲν
ξέρω τί ἤθελα νὰ πῶ μὲ
τὸν Ἰωνάθαν», παραδέχτηκε ὁ Μπάχ. «Τὴν ὥρα ποὺ
τὸν ἔγραφα, τὸ χέρι μου πήγαινε μόνο του. Λὲς καὶ τὸ
ἔσπρωχνε κάποιος ἄλλος. Ὅταν τὸ
λέω αὐτό, μὲ ἀποκαλοῦν
τρελό».
Ἴσως
ὅμως οἱ ὄμορφες ἱστορίες
νὰ μὴ γράφονται παρὰ μόνον ἔτσι: Ἀπὸ ἕνα χέρι ποὺ
τρέχει σὰν τρελὸ πάνω ἀτὸ
χαρτί, ἀποτυπώνοντας
σκέψεις ἁπλές,
στοιχειώδεις, χωρὶς
φραστικὰ πυροτεχνήματα,
χωρὶς ἀκροβασίες, ἀλλὰ μὲ
ἕνα περίεργο «βάθος».
Ἢ... ὕψος;
Γιατὶ αὐτὸ τὸ «ἀναρχικὸ παραμύθι» διαδραματίζεται στὰ ὕψη! Παίζεται σ᾿
ἕνα ἐπίπεδο πολὺ πιὸ πάνω ἀπ᾿ τὸ καθημερινό, κι ὅμως
πολὺ πιὸ σίγουρο, πιὸ σταθερὸ καὶ
αἰώνιο. Ἔχει νὰ κάνει, ἀσφαλῶς, μὲ τὶς
δονήσεις μιᾶς χορδῆς, τεντωμένης ἀπ᾿ τὴ
μιὰ ἄκρη τῆς ἀνθρώπινης
ζωῆς ὡς τὴν ἄλλη.
Κι ἂν γεννάει ἐρωτήματα, ἀμφιβολίες, καχυποψία στὸν πραγματιστὴ ἀναγνώστη, μαγεύει ὅμως
τὸν νοῦ, καὶ ἠλεκτρίζει
τὴ φαντασία... Κάτι
τέτοιο, περίπου, εἶναι ὁ γλάρος Ἰωνάθαν.
Μέρος Πρῶτο
Ἦταν
πρωὶ κι ὁ καινούργιος ἥλιος λαμπύριζε χρυσαφένιος
πάνω στοὺς κυματισμοὺς μιᾶς ἤρεμης
θάλασσας.
Ἕνα
μίλι ἀπ᾿ τὴν ἀκτή,
μιὰ ψαρόβαρκα ἔπαιζε μὲ τὸ
νερό, καὶ τὸ σύνθημα νὰ μαζευτεῖ τὸ σμῆνος
γιὰ πρόγευμα πέρασε σὰν ἀστραπὴ
στὸν ἀέρα, καὶ τότε ἕνα
σύννεφο ἀπὸ χίλιους γλάρους ᾖρθε νὰ παλέψει πονηρὰ
γιὰ νὰ ἐξασφαλίσει κάποια κομμάτια τροφῆς. Ἄρχιζε μιὰ
καινούργια μέρα γεμάτη δουλειά. Πολὺ
πιὸ πέρα ὅμως, ὁλομόναχος, πετώντας μακριὰ ἀπ᾿ τὴ βάρκα καὶ
τὴν ἀκτή, ὁ Ἰωνάθαν
Λίβινγκστον Γλάρος συνέχιζε τὶς
ἀσκήσεις του. Ἀπὸ ὕψος
ἑκατὸ πόδια, ψηλὰ στὸν οὐρανό,
χαμήλωσε τὰ παλαμωτά του
πόδια, σήκωσε τὸ ράμφος
του καὶ πάσχισε νὰ ἐπιβάλει στὰ
φτερά του μιὰ ὀδυνηρή, δύσκολη, στριφτὴ καμπύλη. Μιὰ τέτοια καμπύλη τοῦ ἐπέτρεπε νὰ
πετάξει μὲ μικρὴ ταχύτητα καὶ τώρα πετοῦσε ὅλο καὶ
πιὸ ἀργὰ ὥσπου
ὁ ἄνεμος ἔγινε
ἕνα ψιθύρισμα στὸ πρόσωπό του, ὥσπου τὸ πέλαγο στάθηκε ἀκίνητο
κάτω. Στένεψε τὰ μάτια
του σὲ ἐντατικὴ αὐτοσυγκέντρωση,
κράτησε τὴν ἀνάσα του, μὲ δύναμη θέλησε νὰ δώση... ἕνα... ἀκόμα... ἑκατοστό...
κλίσης... στὴν καμπύλη. Ὕστερα τὰ φτερά του ζάρωσαν, ἔχασε τὸν
ἔλεγχο κι᾿ ἔπεσε.
Οἱ
γλάροι, ὅπως ξέρετε, δὲν χάνουν ποτὲ τὴ σταθερότητα, δὲν
χάνουν ποτὲ τὸν ἔλεγχό τους. Νὰ
χάσουν τὸν ἔλεγχο τῆς πτήσης τους εἶναι
γι᾿ αὐτοὺς ντροπή, εἶναι
ἐξευτελισμός.
Ὅμως
ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος, ποὺ δίχως ντροπὴ ἅπλωσε ξανὰ
τὶς φτεροῦγες του πετώντας στὴν ἴδια κείνη τρεμάμενη δύσκολη καμπύλη - ὅλο καὶ πιὸ
ἀργά, πιὸ ἀργὰ
καὶ πάλι χάνοντας τὸν ἔλεγχό του - δὲν
ἦταν ἕνα κοινὸ πουλί.
Οἱ
περισσότεροι γλάροι δὲ
νοιάζονται νὰ μάθουν παρὰ μόνο τὰ πιὸ
βασικὰ πράγματα γιὰ τὸ πέταγμα — πῶς
νὰ πετοῦν ἀπ᾿
τὴν ἀκτή στὴν τροφή τους καὶ
πίσω πάλι. Γιὰ τοὺς περισσότερους γλάρους
σημασία δὲν £ἔχει τὸ πέταγμα, ἀλλὰ τὸ φαγητό. Γιὰ
τοῦτον, ὅμως, τὸ γλάρο σημασία δὲν
εἶχε τὸ φαγητό, ἀλλὰ τὸ
πέταγμα. Πάνω ἀπὸ κάθε τι ἄλλο, ὁ Ἰωνάθαν
Λίβινγκστον Γλάρος ἀγαποῦσε νὰ πετάει.
Ἕνας
τέτοιος τρόπος σκέψης δὲν
ἦταν, καθὼς ἀνακάλυψε, τὸ
καλύτερο μέσο γιὰ νὰ γίνεις ἀγαπητὸς στ᾿
ἄλλα πουλιά. Ἀκόμα καὶ οἱ
γονεῖς του ἔνιωθαν ἀπογοήτευση ὅταν
ὁ Ἰωνάθαν περνοῦσε
μέρες ὁλόκληρες μόνος,
κάνοντας ἑκατοντάδες
χαμηλὲς πτήσεις μὲ ἀκίνητα φτερά, κάνοντας δοκιμές.
Δὲν
ἤξερε λόγου χάρη τὸ γιατί, ὅμως, ὅταν πετοῦσε
πάνω ἀπ᾿ τὸ νερό, σὲ
ὕψος μικρότερο ἀπ᾿ τὸ
μισὸ ἄνοιγμα τῶν φτερῶν του, μποροῦσε
νὰ μείνει στὸν ἀέρα περισσότερο καὶ
μὲ μικρότερη προσπάθεια.
Οἱ πτήσεις μὲ ἀκίνητα τὰ
φτερά του τέλειωναν ὄχι μὲ τὸ συνηθισμένο πλατσούρισμα τῶν ποδιῶν στὴ
θάλασσα, ἀλλὰ μ᾿ ἕνα
μακρύ, πλατὺ αὐλάκι καθὼς ἄγγιζε τὴν
ἐπιφάνεια μὲ τὰ πόδια του ἀεροδυναμικὰ δεμένα πάνω στὸ κορμί του. Ὅταν ἄρχισε νὰ
γλιστρᾷ γιὰ νὰ προσγειωθεῖ
μὲ μαζεμένα τὰ πόδια του στὴν παραλία, ὅταν δρασκέλιζε τὸ μῆκος τῆς
γλίστρας του στὴν ἄμμο, οἱ γονεῖς
του ἦσαν ἀλήθεια πολὺ ἀπογοητευμένοι.
«Γιατί Ἴων, γιατί;» ρωτοῦσε
ἡ μάνα του. «Γιατί εἶναι τόσο δύσκολο, Ἴων, νὰ εἶσαι
ὅπως ὅλα τ᾿ ἄλλα
πουλιὰ στὸ σμῆνος; Γιατί δὲν
μπορεῖς ν᾿ ἀφήσεις τὸ
χαμηλὸ πέταγμα στοὺς ἄλμπατρος, στοὺς
πελεκάνους; Γιατί δὲν τρῷς; Γιόκα μου, εἶσαι φτερὸ καὶ κόκαλο!».
«Μάνα, δὲ μὲ
πειράζει νἆμαι φτερὸ καὶ κόκαλο. Θέλω μόνο νὰ ξέρω τί μπορῶ
καὶ τί δὲ μπορῶ νὰ
κατορθώσω στὸν ἀέρα. Τίποτ᾿ ἄλλο. Θέλω νὰ
ξέρω».
«Ἄκου
ἐδῶ Ἰωνάθαν»,
εἶπε ὁ πατέρας του, ὄχι δίχως καλοσύνη. «Ὁ χειμῶνας πλησιάζει. Οἱ
βάρκες θἆναι λιγοστὲς καὶ τ᾿
ἀφρόψαρα θὰ κολυμποῦν βαθιά. Ἂν πρέπει κάτι νὰ μελετήσεις, μελέτα τὴν τροφὴ καὶ
πῶς νὰ τὴν ἐξασφαλίσεις.
Αὐτὴ ἡ ὑπόθεση
μὲ τὶς πτήσεις εἶναι πολὺ καλή, ἀλλὰ μιὰ πτήση μ᾿
ἀκίνητα φτερὰ δὲν τρώγεται. Τὸ
ξέρεις. Μὴ ξεχνᾷς πὼς ἂν
πετᾶς εἶναι γιὰ νὰ
τρῶς».
Ὁ
Ἰωνάθαν ἔσκυψε τὸ κεφάλι ὑπάκουα.
Γιὰ λίγες μέρες
προσπάθησε νὰ φερθεῖ ὅπως οἱ
ἄλλοι γλάροι· προσπάθησε
στ᾿ ἀλήθεια, κρώζοντας καὶ πολεμώντας μὲ τὸ σμῆνος
γύρω στὶς ἀποβάθρες καὶ τὶς ψαρόβαρκες, βουτώντας πάνω σὲ ἀποκόμματα ψάρι καὶ
ψωμί. Κι᾿ ὅμως δὲν τὰ
κατάφερνε.
Δὲν
ἔχει κανένα νόημα,
σκέφτηκε, ἀφήνοντας
σκόπιμα νὰ πέσει, ἀφοῦ τὴν
κέρδισε μὲ χίλιους
κόπους, μιὰ ἀντσούγια σ᾿ ἕναν πεινασμένο γερογλάρο ποὺ τὸν κυνηγοῦσε.
Θὰ μποροῦσα ν᾿ ἀσχοληθῶ ὅλ᾿
αὐτὸ τὸ διάστημα μαθαίνοντας νὰ πετάω. Ἔχει
τόσα νὰ μάθει κανείς!
Καὶ
πολὺ σύντομα ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ξανάφυγε μόνος πάλι, πέρα στ᾿ ἀνοιχτά, πεινασμένος, εὐτυχισμένος, μαθαίνοντας.
Θέμα ἦταν ἡ
ταχύτητα, καὶ μὲ μία βδομάδα ἐξάσκηση ἔμαθε γιὰ τὴν
ταχύτητα πολλὰ
περισσότερα ἀπὸ τὸν πιὸ
γρήγορο γλάρο στὸν κόσμο.
Ἀπὸ χίλια πόδια ὕψος, ἀφοῦ
κουνοῦσε τὰ φτερά του ὅσο πιὸ δυνατὰ
μποροῦσε, ξεκινοῦσε μίαν ἀκάθεκτη κατάδυση πρὸς τὰ κύματα, καὶ
μάθαινε γιατὶ οἱ γλάροι δὲν κάνουν κάθετες καταδύσεις μ᾿ ὅλη τους τὴν
ὁρμή. Σ᾿ ἕξη μόλις δευτερόλεπτα πετοῦσε μ᾿
ἑβδομῆντα μίλια τὴν ὥρα καὶ
στὴν ταχύτητα αὐτὴ ἡ
φτεροῦγα «παίζει», ὅταν βρίσκεται στὴν πάνω της κίνηση.
Αὐτὸ ἔγινε ξανὰ
καὶ ξανά. Καθὼς ἦταν προσεχτικός, καὶ
καθὼς δούλευε ἐξαντλώντας ὅλες του τὶς ἱκανότητες, ἔχανε
τὸν ἔλεγχό του σὲ πολὺ μεγάλη ταχύτητα.
Ἀνέβαινε
χίλια πόδια ψηλά. Μ᾿ ὅλη του τὴ δύναμη πετοῦσε πρῶτα μπροστά, κι᾿
ὕστερα μονομιᾶς, φτερουγίζοντας, ἄρχιζε τὴν κάθετη βουτιά. Τότε, κάθε φορά, ἡ ἀριστερὴ
φτεροῦγα του ἔχανε τὸν ἔλεγχο
στὴν πάνω κίνηση,
κατρακυλοῦσε κεῖνος ἀπότομα ἀριστερά,
ἔχανε τὸν ἔλεγχο τῆς
δεξιᾶς φτερούγας
προσπαθώντας νὰ τὴν ἐπαναφέρει, καὶ
τιναζόταν σὰν φωτιὰ σ᾿ ἕνα
τρελλὸ στριφτὸ κουτρουβάλιασμα πρὸς τὰ δεξιά.
Ὅλη
του ἡ προσοχὴ δὲν ἦταν
ἀρκετὴ γιὰ νὰ
ἐλέγξει ἐκείνη τὴν κίνηση τῆς
φτερούγας. Προσπάθησε δέκα φορές, καὶ
κάθε φορά, καθὼς ξεπερνοῦσε τὰ ἑβδομήντα
μίλια τὴν ὥρα, γινόταν ξαφνικὰ μιὰ ἀνάκατη
μάζα ἀπὸ φτερά, δίχως ἔλεγχο, ποὺ γκρεμιζόταν στὴ θάλασσα.
Τὸ
κλειδί, σκέφτηκε στὸ
τέλος, μούσκεμα ἀκόμα ἀπ᾿ τὸ
νερό, θὰ εἶναι νὰ κρατᾷς
τὰ φτερὰ ἀκίνητα στὶς
μεγάλες ταχύτητες - νὰ
φτερουγίζεις ὡς τὰ πενήντα κι ὕστερα νὰ κρατᾶς
τὰ φτερὰ ἀκίνητα.
Ξαναδοκίμασε ἀπὸ τὰ
δυὸ χιλιάδες πόδια,
κατρακυλώντας στὴ βουτιά
του, μὲ τὸ ράμφος ἴσια κάτω, τὶς φτεροῦγες ὀρθάνοιχτες
καὶ σταθερὲς μόλις πάτησε τὰ πενήντα μίλια τὴν ὥρα. Χρειάστηκε τρομακτικὴ δύναμη, ἀλλὰ τὸ πέτυχε. Σὲ
δέκα δευτερόλεπτα πέρασε σὰν
καπνὸς ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα. Ὁ
Ἰωνάθαν εἶχε πετύχει μιὰ παγκόσμια ἐπίδοση ταχύτητας γιὰ γλάρους!
Ἡ
νίκη, ὅμως, δὲν βάσταξε πολύ. Τὴ στιγμὴ ποὺ
ἄρχισε τὴν ἀνάδυση, τὴ
στιγμὴ ποὺ ἄλλαξε τὴ
γωνία τῶν φτερῶν του, ἀντιμετώπισε τὴν
ἴδια τρομαχτικὴ ἀνεξέλεγκτη καταστροφή, ποὺ μὲ
ταχύτητα ἐνενήντα μίλια τὴν ὥρα τὸν
κτύπησε σὰν κεραυνός. Ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔσκασε
στὸν ἀέρα καὶ γκρεμοτσακίστηκε πάνω σὲ μιὰ
θάλασσα σκληρὴ σὰν πέτρα.
Ὅταν
συνῆλθε εἶχε πιὰ νυχτώσει, κι᾿
ἔπλεε στὸ φεγγαρόφωτο πάνω στὴν ἐπιφάνεια τοῦ
πελάγου. Οἱ φτεροῦγες του ἦσαν σὰ κουρελιασμένα κομμάτια μολύβι, ἀλλὰ τὸ
βάρος τῆς ἀποτυχίας ἦταν πάνω στὴν πλάτη του ἀκόμα πιὸ βαρύ. Θἄθελε,
ἔτσι ἀδύναμος, τὸ βάρος νὰ ἦταν ἀρκετὸ γιὰ νὰ
τὸν παρασύρει ἀπαλὰ ὡς
τὸ βυθό, καὶ νὰ τελειώναν ὅλα.
Καθὼς
βούλιαξε χαμηλὰ στὸ νερό, μιὰ παράξενη κούφια φωνὴ ἀντήχησε μέσα του. Δὲν
ὑπάρχει τρόπος νὰ ξεφύγω. Εἶμαι γλάρος. Εἶμαι ἀπ᾿
τὴν φύση μου
περιορισμένος. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ μάθω τόσα πολλὰ γιὰ τὸ
πέταγμα θἆχα διαγράμματα ἀντὶ γιὰ
μυαλό. Ἂν ἤμουν φτιαγμένος νὰ πετάω σὲ τέτοιες ταχύτητες, θἆχα μικρὲς φτεροῦγες
ὅπως τὸ γεράκι καὶ θἄτρωγα ποντίκια, ὄχι
ψάρια. Ὁ πατέρας μου εἶχε δίκιο. Πρέπει νὰ τὶς ξεχάσω αὐτὲς τὶς τρέλες. Πρέπει νὰ
πετάξω πίσω στὸ σμῆνος καὶ ν᾿
ἀρκεσθῶ σ᾿ αὐτὸ ποὺ εἶμαι,
ἕνας φουκαριάρης γλάρος.
Ἡ
φωνὴ ἔσβησε, ὁ Ἰωνάθαν
συμφώνησε. Ἡ θέση ἑνὸς γλάρου τὴ
νύχτα εἶναι στὴ στεριά, κι᾿ ἀπὸ
τούτη τὴ στιγμή, ὁρκίστηκε, θὰ γινόταν ἕνας φυσιολογικὸς γλάρος. Ὅλοι θἆταν ἔτσι
πιὸ εὐτυχισμένοι. Κουρασμένος ἔφυγε ἀπ᾿
τὰ σκοτεινὰ νερὰ καὶ
πέταξε πρὸς τὴ στεριά, κι᾿ εὐγνωμονοῦσε
τὰ ὅσα εἶχε μάθει γιὰ
τὸ ξεκούραστο χαμηλὸ πέταγμα.
Ὅμως
ὄχι, συλλογίστηκε. Πάει,
τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι ἤμουν, πάει, τέλειωσα μ᾿ ὅ,τι
ἔμαθα. Εἶμαι γλάρος ὅπως κάθε ἄλλος γλάρος καὶ θὰ πετάω σὰ
γλάρος. Κι᾿ ἔτσι ἀνέβηκε μὲ
κόπο ἑκατὸ πόδια ψηλὰ καὶ φτερούγισε πιὸ
δυνατά, γιὰ νὰ φτάση γρήγορα στὴν ἀκτή.
Ἔνιωσε
καλύτερα μὲ τὴν ἀπόφασή του νὰ
εἶναι μόνο ἕνα ἁπλὸ
μέλος στὸ σμῆνος. Δὲν θὰ
ἦταν πιὰ δεμένος στὴ δύναμη ποὺ τὸν τράβηξε στὴ
μάθηση, δὲν θὰ ὑπῆρχαν
ἄλλες προκλήσεις κι ἄλλες ἀποτυχίες. Κι ἦταν
ὄμορφο νὰ μὴ σκέφτεσαι, καὶ
νὰ πετᾶς στὸ σκοτάδι πρὸς
τὰ φῶτα πάνω ἀπ᾿ τὴν
ἀκτή.
Σκοτάδι! Ἡ κούφια φωνὴ
στρίγγλισε τρομαγμένη. Οἱ
γλάροι ποτὲ δὲν πετοῦν στὸ
σκοτάδι!
Ὁ
Ἰωνάθαν δὲν εἶχε τὴν
προδιάθεση ν᾿ ἀκούσει. Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι, σκέφτηκε. Τὸ
φεγγάρι καὶ τὰ φῶτα νὰ
τρεμοσβήνουν πάνω στὸ
νερό, καὶ ν᾿ ἁπλώνουν μέσ᾿
στὴ νύχτα φωτερὰ μονοπάτια, κι ὅλα τόσο εἰρηνικὰ κι᾿
ἀκίνητα...
Κατέβα! Οἱ γλάροι δὲν
πετοῦν ποτὲ στὰ σκοτεινά! Ἂν
ἤσουν φτιαγμένος γιὰ νὰ πετᾶς
στὸ σκοτάδι θά 'χες μάτια
κουκουβάγιας! Θά 'χες σχεδιαγράμματα στὸ
κεφάλι σου, ὄχι μυαλό! Θὰ 'χες κοντὰ φτερὰ ὅπως
τὸ γεράκι!
Ἐκεῖ, μέσα στὴ νύχτα, ἑκατὸ πόδια ψηλὰ
στὸν ἀέρα, ὁ Ἰωνάθαν
Λίβινγκστον Γλάρος ἔπαιξε
τὸ μάτι. Ὁ πόνος του, οἱ ἀποφάσεις του ἔγιναν
καπνός. Κοντὰ φτερά. Κοντὰ φτερὰ ὅπως
τὸ γεράκι! Νὰ ἡ λύση! Τί βλάκας ποὺ
ἤμουν! Μοῦ ἀρκεῖ
ἕνα τόσο δὰ φτερό, ἀρκεῖ ν᾿
ἀναδιπλώσω τὶς φτεροῦγες μου καὶ
νὰ πετάω μόνο μὲ τὶς ἄκρες
τους! Κοντὰ φτερά!
Ἀνέβηκε
δυὸ χιλιάδες πόδια πάνω ἀπ᾿ τὴ
σκοτεινὴ θάλασσα καὶ δίχως νὰ συλλογιστεῖ οὔτε στιγμὴ
τὴν ἀποτυχία ἢ τὸ θάνατο, ἔφερε
τὸ μπρὸς μέρος τῆς κάθε του φτερούγας σφιχτὰ πάνω στὸ σῶμα του, ἄφησε
μόνο σὰ στενὰ λεπίδια τὶς ἄκρες τους νὰ
ξεπεταχτοῦν στὸν ἀέρα, καὶ
ἔπεσε σὲ κάθετη πτήση.
Ὁ
ἀέρας μούγγριζε σὰ θεριὸ στὸ
κεφάλι του. Ἑβδομήντα
μίλια τὴν ὥρα, ἐνενήντα, ἑκατὸν εἴκοσι καὶ
πιὸ γρήγορα ἀκόμα. Τώρα ἡ πίεση τοῦ ἀέρα, στὰ
ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν ὥρα, ἦταν
πολὺ λιγότερη ἀπ᾿ ὅ,τι
πρὶν στὰ ἑβδομῆντα,
καὶ μὲ μιὰ ἐλάχιστη
στροφὴ στὶς ἄκρες τῶν
φτερῶν του βγῆκε ἄνετα ἀπ᾿ τὴν κατάδυσή του καὶ
τινάχτηκε πρὸς τὰ πάνω, μακριὰ ἀπ᾿
τὰ κύματα, σὰ μιὰ σταχτιὰ
ὀβίδα στὸ φεγγαρόφωτο.
Ἔκλεισε
σχεδὸν ὁλότελα τὰ μάτια του ἀπέναντι στὸν ἄνεμο κι᾿
ἔνιωσε χαρά. Ἑκατὸ σαράντα μίλια τὴν
ὥρα! καὶ μὲ ἀπόλυτο
ἔλεγχο! Ἂν βουτήξω ἀπὸ τὰ
πέντε χιλιάδες πόδια, ἀντὶ ἀπὸ
τὰ δυὸ χιλιάδες, πόσο γρήγορα ἄραγε...
Οἱ
προηγούμενοι ὅρκοι του
ξεχάστηκαν, σκορπίστηκαν μακριὰ
μέσα στὸ μεγάλο γρήγορο ἄνεμο. Κι᾿ ὅμως δὲν
ἔνιωσε ἔνοχος, καθὼς καταπατοῦσε τὶς ὑποσχέσεις
ποὺ ὁ ἴδιος εἶχε
δώσει. Τέτοιες ὑποσχέσεις
εἶναι μόνο γιὰ τοὺς γλάρους ποὺ
ἀποδέχονται τὰ συνηθισμένα. Ὅποιος ἀρίστευσε μαθαίνοντας, δὲν χρειάζεται τέτοιες ὑποσχέσεις.
Μὲ
τὴν ἀνατολή, ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἄρχισε
πάλι τὴν ἐξάσκησή του. Ἀπὸ ὕψος
πέντε χιλιάδες πόδια οἱ
ψαρόβαρκες ἦσαν βουλίτσες
πάνω στὸ λεῖο γαλανὸ νερό, τὸ
Σμῆνος στὸ Πρόγευμα ἕνα ἀχνὸ
σύννεφο ἀπὸ μικροσκοπικὰ σκονάκια, νὰ στροβιλίζονται. Ἦταν ζωντανός, τρέμοντας λίγο ἀπὸ χαρά, περήφανος ποὺ
κυριαρχοῦσε τώρα πάνω στὸ φόβο του. Ὕστερα δίχως ἐπισημότητες μάζεψε τὶς φτεροῦγες του, ἅπλωσε
τὶς κοντὲς λοξὲς ἄκρες
τῶν φτερῶν του καὶ βούτηξε ἀμέσως πρὸς τὴ θάλασσα. Ὅταν
πέρασε τὶς τέσσερεις
χιλιάδες πόδια, εἶχε
φτάσει τὴν ὁριακὴ ταχύτητα, ὁ
ἀέρας ἦταν ἕνα στέρεο φράγμα ἤχου
ἀπέναντι στὸ ὁποῖο
δὲν μποροῦσε νὰ κινηθεῖ
πιὸ γρήγορα. Πετοῦσε τώρα ἴσια κάτω, μὲ ταχύτητα διακόσια δεκατέσσερα
μίλια τὴν ὥρα. Ξεροκατάπιε, γιατί ἤξερε πὼς ἂν
τὰ φτερά του ἄνοιγαν σ᾿ αὐτὴ
τὴ ταχύτητα, θὰ γινόταν ἕνα ἑκατομμύριο κομματάκια γλάρου. Ἡ ταχύτητα ὅμως ἦταν δύναμη, καὶ
ἡ ταχύτητα ἦταν χαρά, καὶ ἡ ταχύτητα ἦταν
ἀπόλυτη ὀμορφιά.
Ἄρχισε
τὴν ἀνάσχεση στὰ χίλια πόδια, οἱ ἄκρες τῶν
φτερῶν του ἔτριζαν κι᾿ ἄναβαν σ᾿
αὐτὸ τὸν τρομακτικὸ
ἄνεμο, ἡ βάρκα καὶ τὸ πλῆθος
τῶν γλάρων ἔρχονταν κατὰ πάνω του καὶ μεγάλωναν μὲ ἀστραπιαία ταχύτητα, πάνω στὸ δρόμο του.
Δὲν
μποροῦσε νὰ σταματήσει· δὲν ἤξερε ἀκόμα
οὔτε πῶς νὰ στρίψει μ᾿
αὐτὴ τὴν ταχύτητα.
Ἡ
σύγκρουση θὰ σήμαινε ἀκαριαῖο θάνατο. Κι᾿
ἔτσι ἔκλεισε τὰ μάτια του.
Συνέβηκε κεῖνο τὸ πρωί, τότε, μόλις μετὰ τὸ
ξημέρωμα, ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος νὰ περάσει σὰ σφαῖρα ἀπ᾿ τὸ κέντρο ἀκριβῶς τῆς συνάθροισης γιὰ
Πρόγευμα τοῦ Σμήνους, σὰν ἀστραπὴ
μὲ διακόσια δώδεκα μίλια
τὴν ὥρα, μὲ τὰ
μάτια κλειστά, σ᾿ ἕνα ἄγριο βουητὸ
ἀπὸ ἀέρα
καὶ φτερά. Ὁ Γλάρος Τύχη τοῦ χαμογέλασε γιὰ μιὰ φορὰ
καὶ κανένας δὲ σκοτώθηκε.
Ὅταν
πιὰ σήκωσε τὸ ράμφος του πρὸς τὸν οὐρανό,
ἐξακολουθοῦσε νὰ κινεῖται
σὰ πύρινη σφαῖρα μὲ ταχύτητα ἑκατὸν ἑξήντα μίλια τὴν
ὥρα. Ὅταν σιγὰ σιγὰ
ἔφτασε στὰ εἴκοσι μίλια καὶ
ἅπλωσε ξανὰ ἐπιτέλους τὰ
φτερά του, ἡ βάρκα ἦταν σὰ ψίχουλο πάνω στὴ
θάλασσα, τέσσερεις χιλιάδες πόδια κάτω. Σκέφτηκε τὸ θρίαμβο. Ὁριακὴ ταχύτητα! Ἕνας γλάρος πετᾶ μὲ ταχύτητα διακόσια δέκα τέσσερα μίλια τὴν ὥρα! Ἦταν
μιὰ Κατάκτηση, ἦταν ἡ πιὸ
μεγάλη, ἡ μοναδικὴ στιγμὴ στὴν
ἱστορία του Σμήνους, καὶ κείνη τὴ στιγμὴ μία καινούργια ἐποχὴ ἄνοιξε γιὰ
τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Ἀφοῦ πέταξε στὸ
ἐρημικὸ τόπο τῆς ἐξάσκησής
του, διπλώνοντας τὰ φτερά
του γιὰ νὰ βουτήξει ἀπὸ ὀχτὼ χιλιάδες πόδια, βάλθηκε ἀμέσως ν᾿ ἀνακαλύψει
πῶς νὰ στρίβει.
Ἀνακάλυψε
πὼς ἕνα καὶ μόνο ἀκρινὸ φτερὸ ἂν
κινηθεῖ ἀνὰ χιλιοστό, προκαλεῖ
μία ὁμαλὴ μεγαλόπρεπη καμπύλη σὲ τρομαχτικὴ ταχύτητα. Πρὶν τὸ μάθει αὐτό,
ὡστόσο, ἀνακάλυψε πὼς ἂν κουνήσει περισσότερα ἀπὸ
ἕνα φτερὸ σ᾿ αὐτὴ τὴν ταχύτητα, στροβιλίζεσαι σὰ σφαίρα ὅπλου... Καὶ ὁ Ἰωνάθαν
εἶχε ἔτσι γίνει ὁ πρῶτος ἀκροβάτης
τοῦ ἀέρα, πρὶν ἀπὸ κάθε ἄλλο γλάρο στὸν
κόσμο.
Δὲν
ἔχασε καιρὸ κείνη τὴ μέρα σὲ κουβέντες μὲ
ἄλλους γλάρους ἀλλὰ συνέχισε νὰ
πετᾶ ὥσπου νύχτωσε. Ἀνακάλυψε τὴν ἀκροβατικὴ
στροφή, τὴν ἀργὴ περιστροφή, τὴν
ἀνάποδη στροφή, τὸ στροβίλισμα, τὴν τούμπα.
Ὅταν
ὁ Ἰωνάθαν Γλάρος ἔφτασε
κοντὰ στὸ Σμῆνος στὴν
παραλία, ἦταν νύχτα βαθιά.
Ἦταν ζαλισμένος καὶ φοβερὰ κουρασμένος. Κι᾿
ὅμως άπ᾿ τὴ χαρά του προσγειώθηκε μὲ ἀκροβασία
καὶ πραγματοποιώντας λίγο
πρὶν ἀγγίξει τὸ ἔδαφος, μιὰ
ξαφνικὴ ἀπότομη περιστροφή.
Ὅταν
μάθουν, σκέφτηκε, τὴν
Κατάκτηση θὰ ξετρελαθοῦν ἀπὸ
χαρά. Πόσο πιὸ πλούσια γίνεται
τώρα ἡ ζωή μας! Ἀντὶ γιὰ
τὸ μονότονο κοπιαστικὸ πήγαινε κι᾿ ἔλα στὶς
ψαρόβαρκες, ὑπάρχει ἕνα νόημα στὴ ζωή! Μποροῦμε νὰ ξεπεράσουμε τὴν
ἄγνοια, μποροῦμε ν᾿ ἀναγνωρίζουμε
τὸν ἑαυτό μας σὰν ὄντα ξεχωριστά, ἔξυπνα
καὶ ἐπιδέξια.Μποροῦμε νὰ εἴμαστε
λεύτεροι! Μποροῦμε νὰ μάθουμε νὰ πετοῦμε!
Τὰ
χρόνια μπροστά του ἀντηχοῦσαν καὶ λαμπύριζαν γεμάτα ὑποσχέσεις.
Οἱ
Γλάροι ἦταν μαζεμένοι στὴ Συνάθροιση τοῦ Συμβουλίου ὅταν προσγειώθηκε καὶ καθὼς φαίνεται ἦταν
ἐκεῖ συγκεντρωμένοι ἀπὸ ὥρα.
Γιατί, πραγματικά, περίμεναν.
«Ἰωνάθαν
Λίβινγκστον Γλάρε! Στάσου στὸ
Κέντρο!». Τὰ λόγια τοῦ Γέροντα ἀκούστηκαν μὲ μία φωνὴ ὑπέρτατης ἐπισημότητας.
«Στάσου στὸ Κέντρο»
σήμαινε μόνο μεγάλη ντροπὴ
ἢ μεγάλη τιμή. Στὸ Κέντρο γιὰ Τιμὴ ἦταν
ὁ τρόπος, μὲ τὸν ὁποῖο διακρίνονταν οἱ πιὸ μεγάλοι ἀρχηγοὶ τῶν γλάρων. Μὰ
φυσικά, σκέφτηκε, στὸ
Πρόγευμα τοῦ Σμήνους
σήμερα τὸ πρωὶ εἶδαν τὴν
Κατάκτηση! Ἐγὼ ὅμως δὲν
θέλω τιμές. Δὲν ἐπιθυμῶ νὰ
γίνω ἀρχηγός. Θέλω μόνο νὰ μοιραστῶ ὅ,τι ἀνακάλυψα,
νὰ δείξω τοὺς ὁρίζοντες ποὺ
ἁπλώνονται μπροστά μας. Ἔκανε ἕνα βῆμα
μπρός.
«Ἰωνάθαν
Λίβινγκστον Γλάρε», εἶπε ὁ Γέροντας, «στάσου στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ νὰ
σὲ δοῦν οἱ σύντροφοί σου γλάροι!».
Ἦταν
σὰ νὰ τὸν εἶχαν
χτυπήσει μὲ σανίδα. Τὰ γόνατά του λύγισαν, τὰ φτερά του ζάρωσαν, τ᾿ αὐτιά του βούιζαν. Στὸ
Κέντρο γιὰ Ντροπή; Ἀδύνατο!
Ἡ
Κατάκτηση! Δὲν μποροῦν νὰ καταλάβουν! Κάνουν λάθος, λάθος!
«...γιὰ τὴν
ἐπικίνδυνη ἀνευθυνότητά του», ἡ σοβαρὴ φωνὴ
ἀντηχοῦσε, «ποὺ καταπατᾶ
τὴν ἀξιοπρέπεια καὶ τὴν παράδοση τῆς
οἰκογένειας τῶν Γλάρων»...
Νὰ
σταθεῖ στὸ Κέντρο γιὰ Ντροπὴ σημαίνει πὼς
θὰ τὸν διώξουν ἔξω ἀπ᾿
τὴν κοινωνία τῶν γλάρων, ἀπόβλητο σὲ μοναχικὴ ζωὴ στοὺς
Πέρα Βράχους.
«...κάποια μέρα, Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρε, θὰ μάθεις πὼς ἡ ἀνευθυνότητα
δὲν ἀποδίδει. Ἡ ζωὴ εἶναι
τὸ ἄγνωστο κι᾿ αὐτὸ
ποὺ παραμένει ἄγνωστο· ἕνα μόνο εἶναι γνωστό: πὼς ἐρχόμαστε στὸν
κόσμο τοῦτο γιὰ νὰ τρῶμε,
γιὰ νὰ παραμείνουμε ζωντανοὶ ὅσο μποροῦμε
περισσότερο».
Ἕνας
γλάρος δὲν ἀντιμιλᾶ ποτὲ
στὸ Συμβούλιο τοῦ Σμήνους, ἀλλὰ ἡ
φωνὴ τοῦ Ἰωνάθαν ξέσπασε. «Ἀνευθυνότητα;
Ἀδέλφια μου!» φώναξε.
«Ποιὸς εἶναι πιὸ ὑπεύθυνος
ἀπὸ τὸ
γλάρο ποὺ ἀνακαλύπτει κι᾿ ἀκολουθεῖ
ἕνα νόημα, ἕναν ἀνώτερο σκοπὸ
στὴ ζωή; γιὰ χίλια χρόνια τσαλαβουτοῦμε ψάχνοντας νὰ βροῦμε ψαροκεφαλές, ἀλλὰ τώρα ἔχουμε ἕνα
σκοπὸ στὴ ζωὴ - νὰ
μάθουμε, ν᾿ ἀνακαλύψουμε, νά 'μαστε
λεύτεροι! Δῶστε μου μιὰ εὐκαιρία μόνο, ἀφῆστε με νὰ σὰς δείξω τί ἀνακάλυψα...».
Τὸ
Σμῆνος θαρρεῖς πὼς ἦταν
πέτρινο.
«Δὲν
ἀνήκεις πιὰ στὴν Ἀδελφότητα»
φώναξαν ὅλα μαζί, καὶ μονομιᾶς ἔκλεισαν
τ᾿ αὐτιά τους καὶ τοῦ γύρισαν τὶς
πλάτες.
Ὁ
Ἰωνάθαν Γλάρος πέρασε τὶς ὑπόλοιπές του μέρες μόνος, ἀλλὰ
πέταξε μακριά, πιὸ μακριὰ ἀπ᾿
τοὺς Πέρα Βράχους. Ἦταν θλιμμένος ὄχι ἀπὸ
μοναξιά, ἀλλὰ γιατί οἱ γλάροι ἀρνήθηκαν νὰ πιστέψουν στὸ μεγαλεῖο τῆς
πτήσης ποὺ τοὺς περίμενε· ἀρνήθηκαν ν᾿ ἀνοίξουν τὰ
μάτια τους καὶ νὰ δοῦν.
Κάθε μέρα μάθαινε περισσότερα. Ἔμαθε πὼς μία βουτιὰ
μποροῦσε νὰ τὸν βοηθήσει ν᾿
ἀνακαλύψει τὰ σπάνια καὶ νόστιμα ψάρια ποὺ κολυμποῦσαν κοπαδιαστὰ δέκα πόδια κάτω ἀπ᾿ τὴν
ἐπιφάνεια τοῦ ὠκεανοῦ:
δὲ χρειαζόταν πιὰ ψαρόβαρκες καὶ μπαγιάτικο ψωμὶ γιὰ νὰ
ἐπιζήσει. Ἔμαθε νὰ κοιμᾶται
στὸν ἀέρα, ἀκολουθώντας νυχτερινὴ πορεία πάνω στὸ
θαλασσινὸ ἀγέρι καὶ καλύπτοντας ἑκατὸ μίλια ἀπ᾿
τὸ ἡλιοβασίλεμα ὡς τὰ ξημερώματα. Μὲ
τὸν ἴδιο ἐσωτερικό του ἔλεγχο,
πετοῦσε μέσ᾿ ἀπὸ
βαριὰ θαλασσινὴ ὁμίχλη κι᾿
ἀνέβαινε ἀκόμα πιὸ ψηλὰ
στὸν ἀστραφτερὸ καθαρὸ οὐρανό...
ἐνῶ τὴν
ἴδια ὥρα ὅλοι οἱ
ἄλλοι γλάροι στέκονταν στὴ στεριὰ μέσα στὴν
καταχνιὰ καὶ τὴ βροχή. Ἔμαθε
νὰ πετάει μὲ τοὺς ἀψηλοὺς ἀνέμους βαθιὰ
πάνω ἀπ᾿ τὴ στεριά, νὰ
βρίσκει ἐκεῖ γιὰ νὰ
τραφεῖ νόστιμα ἔντομα.
Ὅ,τι
εἶχε κάποτε ἐλπίσει νὰ προσφέρει στὸ Σμῆνος τὸ
κέρδιζε τώρα μόνο γιὰ τὸν ἑαυτό του· ἔμαθε
νὰ πετάει, καὶ δὲ μετάνοιωσε γιὰ
τὸ τίμημα ποὺ χρειάστηκε νὰ πληρώσει. Ὁ Ἰωνάθαν Λίβινγκστον Γλάρος ἀνακάλυψε πὼς
ἡ πλήξη κι᾿ ὁ φόβος κι᾿
ὁ θυμὸς εἶναι ἡ
αἰτία ποὺ ἡ ζωὴ
ἑνὸς γλάρου εἶναι
τόσο σύντομη, κι᾿ ὅταν αὐτὰ
χάθηκαν ἀπ᾿ τὴ σκέψη του, ἔζησε
μιὰ πραγματικὰ μακριὰ κι᾿
εὐχάριστη ζωή.
Ἔφτασαν
τ᾿ ἀπόγευμα, τότε, και βρήκαν τὸν
Ἰωνάθαν νὰ γλιστράει γαλήνιος καὶ μόνος στὸν ἀγαπημένο του οὐρανό.
Οἱ δυὸ γλάροι ποὺ φάνηκαν στὰ φτερά του ἦσαν καθάριοι σὰν ἀστροφεγγιὰ
καὶ τὸ φεγγοβόλημά τους ἦταν ἁπαλὸ
καὶ φιλικὸ στὸν ἀέρα
τῆς βαθιᾶς νύχτας. Ὅμως πιὸ ὄμορφη
ἀπ᾿ ὅλα
ἦταν ἡ δεξιοσύνη μὲ τὴν ὁποία
πετοῦσαν, καθὼς οἱ ἄκρες
ἀπ᾿ τὶς
φτεροῦγες τους κουνοῦσαν σταθερὰ καὶ μὲ
ἀκρίβεια λίγους πόντους
μόλις ἀπ᾿ τὶς δικές του.
Δίχως νὰ πεῖ
λέξη, ὁ Ἰωνάθαν τοὺς ἔβαλε σὲ
δοκιμασία, μιὰ δοκιμασία
ποὺ κανένας γλάρος δὲν εἶχε περάσει ποτέ. Ἔστριψε
τὶς φτεροῦγες του, κι ἀνάκοψε σιγὰ-σιγὰ τὴν
ταχύτητα σ᾿ ἕνα μίλι τὴν ὥρα, σχεδὸν
ἀκίνητος. Τὰ δυὸ ἀστραφτερὰ πουλιὰ ἀνάκοψαν
μαζί του, ὁμαλά, στὴν ἴδια πάντα ἀπόσταση.
Ἤξεραν πῶς νὰ πετοῦν
ἀργά.
Δίπλωσε τὰ φτερά του, ἔκανε
μιὰ τούμπα κι᾿ ἀφέθηκε σὲ
μιὰ κατάδυση μ᾿ ἑκατὸν
ἑβδομήντα μίλια τὴν ὥρα. Ἔπεσαν
μαζί του, ἄσπρες γραμμὲς σ᾿ ἀλάνθαστο
σχηματισμό.
Τελικὰ ἔκανε
τὴν ἀνάδυση στὴν ἴδια αὐτὴ ταχύτητα καὶ συνέχισε ἴσια πάνω μιὰ μακριὰ ὄρθια
πτήση. Κινήθηκαν μαζί του χαμογελώντας.
Συνῆλθε
μόλις ἔφτασε σὲ πτήση μὲ σταθερὸ ὕψος
καὶ πέρασαν λίγες στιγμὲς πρὶν μιλήσει. «Πολὺ
καλά», εἶπε, «ποιοὶ εἴσαστε;».
«Εἴμαστε
ἀπ᾿ τὸ
Σμῆνος σου, Ἰωνάθαν. Εἴμαστε ἀδέλφια σου». Τὰ
λόγια ἦταν ξεκάθαρα καὶ ἤρεμα. «Ἤρθαμε
νὰ σὲ πᾶμε ψηλότερα, νὰ
σὲ πᾶμε σπίτι».
«Σπίτι δὲν ἔχω.
Σμῆνος δὲν ἔχω. Εἶμαι
ἕνας Ἀπόβλητος. Καὶ πετοῦμε τώρα στὴν
κορφὴ τοῦ Ἀέρα τοῦ
Μεγάλου Βουνοῦ. Λιγοστὲς ἑκατοντάδες πόδια ἀκόμα
κι᾿ ὕστερα δὲ θὰ
μπορῶ νὰ σηκώσω τὸ γέρικο τοῦτο κορμὶ πιὸ
ψηλά».
«Κι᾿
ὅμως μπορεῖς, Ἰωνάθαν. Γιατί ἔμαθες.
Ἕνα σχολειὸ τελείωσε κι᾿ ἦρθε ἡ
ὥρα ν᾿ ἀρχίσει ἕνα
ἄλλο».
Καθὼς
τὸν εἶχε φωτίσει ὅλη του τὴ ζωή, ἔτσι ἡ
κατανόηση ἄστραψε κείνη τὴ στιγμὴ γιὰ
τὸν Ἰωνάθαν Γλάρο. Εἶχαν δίκιο. Μποροῦσε νὰ πετάξει πιὸ
ψηλά, κι᾿ εἶχε ἔρθει ἡ
ὥρα νὰ πάει σπίτι.
Ἔριξε
μιὰ τελευταία ματιά στὸν οὐρανό,
πέρα στὴ θαυμάσια ἀσημένια χώρα ὅπου τόσα εἶχε μάθει.
«Εἶμαι
ἕτοιμος», εἶπε τελικά. Κι᾿ ὁ Ἰωνάθαν
Λίβινγκστον Γλάρος ἀνυψώθηκε
μὲ τοὺς δυὸ φωτεροὺς
γλάρους γιὰ νὰ χαθεῖ σ᾿
ἕνα τέλειο σκοτεινό οὐρανό.
Πηγή: http://users.uoa.gr/~nektar/arts/prose/richard_bach_jonathan_livingston_seagull2.htm
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου