Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Καλά Χριστούγεννα!



Καλές γιορτές σε όλες τις φίλες και τους φίλους. Υγεία, Ειρήνη και Αγάπη για το 2018! 



Μιλούσαν για τις ανομίες της εξουσίας, για τα βάσανα των αναξιοπαθούντων, για τη φτώχεια που μάστιζε το λαό, όμως στα μάτια τους όλη την ώρα της θερμής κουβέντας τους πλανιόταν ασταμάτητα ένα βουβό ερώτημα: «Θα μπορούσες να μ’ αγαπήσεις;».


                                                        Λέον Τολστόι

Τετάρτη 1 Νοεμβρίου 2017

ΚΕΜΑΛ



Καλό Μήνα σε όλες τις φίλες και τους φίλους! 



Στίχοι: Νίκος Γκάτσος.
Μουσική: Μάνος Χατζιδάκις.

Πρώτη εκτέλεση: Βασίλης Λέκκας σε ζωντανή ηχογράφηση από τη συναυλία στο OLYMPIA, «Η ΜΑΡΙΑ ΦΑΡΑΝΤΟΥΡΗ ΣΤΟ OLYMPIA», 1986, όπου ακούγεται για πρώτη φορά με ελληνικούς στίχους ο ΚΕΜΑΛ από το έργο REFLECTIONS (1970), εδώ από το CD«ΟΡΘΙΟΙ», 2004.

Ακούστε τώρα την ιστορία του Κεμάλ
ενός νεαρού πρίγκηπα, της ανατολής
απόγονου του Σεβάχ του θαλασσινού,
που νόμισε ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο,
αλλά πικρές οι βουλές του Αλλάχ
και σκοτεινές οι ψυχές των ανθρώπων.



Στης Ανατολής τα μέρη μια φορά και ένα καιρό
ήταν άδειο το κεμέρι, μουχλιασμένο το νερό
στη Μοσσούλη, στη Βασσόρα, στην παλιά τη χουρμαδιά
πικραμένα κλαίνε τώρα της ερήμου τα παιδιά.



Κι ένας νέος από σόι και γενιά βασιλική
αγροικάει το μοιρολόι και τραβάει κατά εκεί,
τον κοιτάν οι Βεδουίνοι με ματιά λυπητερή
κι όρκο στον Αλλάχ τους δίνει, πως θ' αλλάξουν οι καιροί.



Σαν ακούσαν οι αρχόντοι του παιδιού την αφοβιά
ξεκινάν με λύκου δόντι και με λιονταριού προβιά
απ' τον Τίγρη στον Ευφράτη, απ' τη γη στον ουρανό
κυνηγάν τον αποστάτη να τον πιάσουν ζωντανό.



Πέφτουν πάνω του τα στίφη, σαν ακράτητα σκυλιά
και τον πάνε στο χαλίφη να του βάλει την θηλειά
μαύρο μέλι μαύρο γάλα ήπιε εκείνο το πρωί
πριν αφήσει στην κρεμάλα τη στερνή του την πνοή.



Με δύο γέρικες καμήλες μ' ένα κόκκινο φαρί
στου παράδεισου τις πύλες ο προφήτης καρτερεί,
πάνε τώρα χέρι χέρι κι είναι γύρω συννεφιά
μα της Δαμασκού τ' αστέρι τους κρατούσε συντροφιά.



Σ' ένα μήνα σ' ένα χρόνο βλέπουν μπρός τους τον Αλλάχ
που απ' τον ψηλό του θρόνο λέει στον άμυαλο Σεβάχ:
«νικημένο μου ξεφτέρι δεν αλλάζουν οι καιροί,
με φωτιά και με μαχαίρι πάντα ο κόσμος προχωρεί»



Καληνύχτα Κεμάλ, αυτός ο κόσμος δε θα αλλάξει ποτέ

Καληνύχτα...



Hark to the story of Kemal
a young prince of the East
descendant of Sinbad the Sailor
who thought he could change the world.

But bitter is the will of Allah
and dark the souls of men.
In the lands of the East once upon a time
the purse was empty and the water stale.

In Mosul and Basra on the old coconut tree
the children of the desert now cry bitter tears.
And a young man of an old and royal line
hears the lament and grows near.

the Bedouins** look at him sadly
and he gives them an oath in Allah's name, that times will change.

When the lords heard of the lad's fearlessness
they set out with wolf's teeth and lion's skin
from Tigris to Euphrates, from the earth to the heavens
they hunt for the deserter, to capture him alive.


The horde descends upon him like rabid dogs
and takes him to the Caliph to place the noose [on his neck]
black honey and black milk he drank that morning
before he breathed his last on the gallows.



The Prophet awaits before the Gates of Heaven
with two elderly camels and a red horse.
They now go hand in hand and it's cloudy
but the star of Damascus kept them company.



In a month and a year they see Allah before them
and from his high throne he says to the simple Sinbad:
"my beaten smart-aleck, times do not change,
the world always moves on by fire and blades"



Goodnight Kemal, this world will never change.

Goodnight...
Κατηγορία
Μουσική
Άδεια
Τυπική άδεια YouTube

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Αγάπη



Ένας μύθος από την φυλή των Ινδιάνων Σιου, που μιλά για την Αγάπη.

 Ένας πανάρχαιος μύθος των ινδιάνων Σιου, μας λέει πως ήρθαν κάποτε στη σκηνή του γέρου μάγου της φυλής, πιασμένοι χέρι χέρι, ο Άγριος Ταύρος, ο πιο γενναίος και τιμημένος νέος πολεμιστής, και το Ψηλό Σύννεφο, η κόρη του αρχηγού, μια από τις ωραιότερες γυναίκες της φυλής.

«Αγαπιόμαστε» αρχίζει ο νέος.
«Και θα παντρευτούμε» λέει εκείνη.
«Και αγαπιόμαστε τόσο που φοβόμαστε…»
«Θα θέλαμε κάποιο μαγικό, ένα χαϊμαλί, ένα φυλαχτό…»
«Κάτι που θα μας εγγυάται ότι θα είμαστε για πάντα μαζί.»
«Που θα μας εξασφαλίσει ότι θα είμαστε ο ένας στο πλευρό του άλλου, ώσπου να συναντήσουμε τον Μανιτού, την ημέρα του θανάτου».
«Σε παρακαλούμε» ικετεύουν, «πες μας τί μπορούμε να κάνουμε…»

Ο μάγος τους κοιτάζει και συγκινείται που τους βλέπει τόσο νέους, τόσο ερωτευμένους, να λαχταρούν τόσο μια του λέξη.

«Υπάρχει κάτι …» λέει τελικά ο σοφός μάγος μετά από αρκετή ώρα. «Αλλά δεν ξέρω… είναι ένα έργο πολύ δύσκολο και απαιτεί θυσίες.»
«Δεν μας πειράζει» λένε και οι δύο.
«Ό,τι και να’ ναι» επιβεβαιώνει ο Άγριος Ταύρος.
«Ωραία» λέει ο μάγος. «Ψηλό Σύννεφο, βλέπεις το βουνό που είναι βόρεια από το χωριό μας ; Πρέπει να το ανέβεις μόνη σου, χωρίς τίποτα άλλο εκτός από ένα δίχτυ και τα χέρια σου, και να κυνηγήσεις το πιο όμορφο και δυνατό γεράκι του βουνού. Αν το πιάσεις, πρέπει να το φέρεις εδώ ζωντανό την τρίτη μέρα μετά την πανσέληνο. Κατάλαβες;»


Η νεαρή κοπέλα συγκατανεύει σιωπηλά.

«Κι εσύ Άγριε Ταύρε» συνεχίζει ο μάγος, «πρέπει να ανέβεις το βουνό του κεραυνού, κι όταν φτάσεις στην κορυφή, τον πιο άγριο απ’ όλους τους αετούς, και με τα χέρια σου μόνο κι ένα δίχτυ να τον πιάσεις χωρίς να τον τραυματίσεις και να τον φέρεις μπροστά μου, ζωντανό, την ίδια μέρα που θα έρθει και το Ψηλό Σύννεφο…. Πηγαίνετε τώρα.»



Οι δυο νέοι κοιτάζονται με τρυφερότητα, κι ύστερα από ένα φευγαλέο χαμόγελο φεύγουν για να εκπληρώσουν την αποστολή που τους ανατέθηκε. Εκείνη πάει προς το βορρά, εκείνος προς το νότο…

Την καθορισμένη ημέρα, μπροστά στη σκηνή του μάγου, περιμένουν οι δυο νέοι, ο καθένας με μια πάνινη τσάντα, που περιέχει το πουλί που του ζητήθηκε.

Ο μάγος τους λέει να βγάλουν τα πουλιά από τις τσάντες με μεγάλη προσοχή. Οι νέοι κάνουν αυτό που τους λέει, και παρουσιάζουν στο γέρο για να τα εγκρίνει τα πουλιά που έπιασαν Είναι πανέμορφα, χωρίς αμφιβολία, τα καλύτερα του είδους τους.

«Πετούσαν ψηλά;» ρωτάει ο μάγος.
«Ναι, βέβαια. Κι εμείς, όπως μας ζητήσατε…. Και τώρα;» ρωτάει ο νέος. «Θα τα σκοτώσουμε και θα πιούμε την τιμή από το αίμα τους;»
«Όχι» λέει ο γέρος.

«Να τα μαγειρέψουμε και να φάμε τη γενναιότητα από το κρέας τους;» προτείνει η νεαρή.
«Όχι» ξαναλέει ο γέρος. «Κάντε ότι σας λέω. Πάρτε τα πουλιά και δέστε τα μεταξύ τους από τα πόδια μ’ αυτές τις δερμάτινες λωρίδες… Αφού τα δέσετε, αφήστε τα να φύγουν, να πετάξουν ελεύθερα.»

Ο πολεμιστής και η νεαρή κοπέλα κάνουν ό,τι ακριβώς τους έχει πει ο μάγος, και στο τέλος ελευθερώνουν τα πουλιά.


Ο αετός και το γεράκι προσπαθούν να πετάξουν, αλλά το μόνο που καταφέρνουν είναι να στριφογυρίζουν και να ξαναπέφτουν κάτω. Σε λίγα λεπτά, εκνευρισμένα που δεν καταφέρνουν να πετάξουν, τα πουλιά επιτίθενται με τσιμπήματα το ένα εναντίον του άλλου, μέχρι που πληγώνονται.


«Αυτό είναι το μαγικό. Μην ξεχάσετε ποτέ αυτό που είδατε σήμερα. Τώρα, είστε κι εσείς ένας αετός κι ένα γεράκι. Αν δεθείτε ο ένας με τον άλλον, ακόμα κι αν το κάνετε από αγάπη, όχι μόνο θα σέρνεστε στη ζωή σας, αλλά επιπλέον, αργά ή γρήγορα, θα αρχίσετε να πληγώνετε ο ένας τον άλλον. Αν θέλετε η αγάπη σας να κρατήσει για πάντα, να πετάτε μαζί, αλλά ποτέ δεμένοι.»


Από το βιβλίο του Χόρχε Μπουκάι «Ο δρόμος της συνάντησης»